Για καιρό επικρατούσε η άποψη ότι ο υποκλινικός υποθυρεοειδισμός μπορεί να οδηγήσει σε διαταραχές στη νευρολογική ανάπτυξη του εμβρύου και αυξημένο κίνδυνο αποβολής ή πρόωρου τοκετού. Για το λόγο αυτό πολλοί γιατροί συνιστούσαν τη θεραπεία για τον υποθυροειδισμό.
Εντούτοις, σύμφωνα με νέα έρευνα του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας των ΗΠΑ (NIH), κάτι τέτοιο δεν είναι αναγκαίο. Βάσει των αποτελεσμάτων της έρευνας, τα παιδιά των οποίων οι μητέρες είχαν λάβει αγωγή για τη ρύθμιση της λειτουργίας του θυροειδούς δεν είχαν διαφορά στη γνωστική λειτουργία από τα παιδιά που οι μητέρες τους δεν έλαβαν αγωγή.
Σύμφωνα με την Uma Reddy, ερευήτρια του Εθνικού Ινστιτούτου Παιδικής Υγείας και Ανθρώπινης Ανάπτυξης, δεν χρειάζεται έλεγχος για την κατάσταση του θυροειδή αδένα στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, καθώς η θεραπεία δεν βελτίωσε ούτε την κατάσταση της μητέρας, ούτε άλλαξε κάτι στην κατάσταση του παιδιού. Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό New England Journal of Medicine.
Για την έρευνα, περισσότερες από 97.000 γυναίκες, εξετάστηκαν για τα επίπεδα των ορμονών του θυροειδή πριν την 20η εβδομάδα κύησης, μεταξύ του Οκτωβρίου 2006 και Οκτωβρίου 2009. Οι γυναίκες της έρευνας εξετάστηκαν για αυξημένα επίπεδα της ορμόνης TSH (δείκτης υπολειτουργίας του θυροειδή αδένα) αλλά κανονικά επίπεδα της ορμόνης Τ4 και το ανάποδο, δηλαδή χαμηλά επίπεδα της ορμόνης Τ4, αλλά κανονικά επίπεδα της TSH.
Σε 677 γυναίκες με μέτρια αυξημένα επίπεδα της TSH δόθηκε θεραπεία με τη φαρμακευτική ουσία λεβοθυροξίνη ή ένα ψευδοφάρμακο. Επιπλέον, σε 526 γυναίκες με χαμηλά επίπεδα της Τ4 δόθηκε φαρμακευτική αγωγή ή ψευδοφάρμακο. Εν συνεχεία, πραγματοποιήθηκε τεστ νοημοσύνης στα παιδιά όλων των ομάδων κάθε χρόνο μέχρι την ηλικία των 5.
Οι ερευνητές δεν βρήκαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα παιδιά των ομάδων. Επιπλέον, δεν εντοπίστηκαν σημαντικές διαφορές στα ποσοστά επιπλοκών στην κύηση ή θνησιγένεια.