Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μοντρεάλ βρήκαν συσχέτιση μεταξύ της χρήσης αντικαταθλιπτικών στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης και γενετικών προβλημάτων.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας που παρουσιάζεται στο British Medical Journal, ο κίνδυνος κυμαίνεται μεταξύ 6 με 10%, σε σύγκριση με 3-5% που είναι σε γυναίκες που δεν λαμβάνουν αντικαταθλιπτικές ουσίες.
«Στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, θεραπεύεις τη μάνα, αλλά ανησυχείς και για το αγέννητο παιδί», δηλώνει η Dr. Anick Bérard, επικεφαλής της έρευνας και καθηγήτρια στον τομέα Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου του Μοντρεάλ. Η ίδια έχει προηγουμένως καταδείξει ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της λήψης αντικαταθλιπτικών και του χαμηλού βάρους στη γέννηση, της υπέρτασης κύησης, των αποβολών και του αυτισμού.
Για την έρευνα μελετήθηκαν 18.487 γυναίκες, οι οποίες έπασχαν από κατάθλιψη, μεταξύ των ετών 1998 και 2009. Από αυτές, το 20% περίπου (3.630) είχαν λάβει αντικαταθλιπτικά στο α΄τρίμηνο της εγκυμοσύνης, το οποίο είναι και το πιο σημαντικό, καθώς είναι η περίοδος που αναπτύσσονται τα όργανα.
Με την λήψη αντικαταθλιπτικών την περίοδο αυτή, υπάρχει το ενδεχόμενο να περιοριστεί η λήψη σεροτονίνης από το έμβρυο, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε δυσπλασίες.
Για παράδειγμα, η λήψη σιταλοπράμης στο α΄τρίμηνο, οδήγησε σε αύξηση των γενετικών ελαττωμάτων από 5% σε 8%. Σε όλες τις 88 υποθέσεις που μελετήθηκαν, οι δυσμορφίες οφείλονταν στη χρήση της συγκεκριμένης ουσίας.
Παρόμοια, η χρήση της παροξετίνη συσχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο καρδιακών προβλημάτων, της βενλαφαξίνης με προβλήματα στον πνεύμονα και των τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών με προβλήματα στα μάτια, στα αυτιά, στο πρόσωπο και στο λαιμό.