Μέχρι και ένα χρόνο γνωστικών και αντιληπτικών ικανοτήτων μπορεί να χάσει ένα παιδί 9-12 ετών, του οποίου η μητέρα δεν έπαιρνε πολυβιταμίνες στη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, σύμφωνα με διεθνή έρευνα των Πανεπιστημίων του Χάρβαρντ, της Καλιφόρνια και του Λάνκαστερ, η οποία δημοσιεύεται στο The Lancet Global Health.
Μέχρι στιγμής, η λήψη ή μη πολυβιταμινών στη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι διφορούμενη, με πολλές από αυτές να υποδεικνύουν ότι οι έγκυοι δεν θα πρέπει να λαμβάνουν τίποτε άλλο εκτός από φολικό οξύ και βιταμίνη D.
Ωστόσο, η νέα έρευνα καταδεικνύει ότι η λήψη πολυβιταμινών είναι απαραίτητη, σε γυναίκες που δεν έχουν ισορροπημένη διατροφή, αλλιώς οι γνωστικές ικανότητες των παιδιών τους, στην ηλικία μεταξύ 9-12 μπορεί να μειωθούν σε βαθμό που παρομοιάζεται με ένα χρόνο στο σχολείο.
Η έρευνα έλαβε χώρα σε 3.000 παιδιά στην Ινδονησία, ηλικίας μεταξύ 9 και 12 ετών. Οι μητέρες τους είχαν προηγουμένως συμμετάσχει σε έρευνα για τη λήψη πολυβιταμινών στη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Οι πολυβιταμίνες περιείχαν σίδηρο, φολικό οξύ, βιταμίνη D, βιταμίνη Ε, ασκορβικό οξύ, βιταμίνη Β, νιασίνη, ψευδάργυρο, σελήνιο χαλκός και ιώδιο.
Τα παιδιά των οποίων οι μητέρες έλαβαν συμπληρώματα διατροφής στην εγκυμοσύνη, είχαν καλύτερη διαδικαστική μνήμη, ισοδύναμη με επιπλέον μισό χρόνο στο σχολείο, ενώ τα παιδιά των οποίων οι μητέρες είχαν αναπτύξει αναιμία στην εγκυμοσύνη (κάτι που είναι αρκετά συνηθισμένο), η διαδικαστική μνήμη τους μπορεί να υστερούσε μέχρι και ένα χρόνο στο σχολείο.
Η διαδικαστική μνήμη είναι σημαντική για την ακαδημαϊκή επίδοση του παιδιού και την καθημερινή ζωή του. Συνδέεται με δραστηριότητες όπως η οδήγηση, η πληκτρολόγηση, η ανάγνωση, η αριθμητική, η ομιλία και η κατανόηση της γλώσσας, και η εκμάθηση ακολουθιών, κανόνων και κατηγοριών.
Επιπλέον, η έρευνα μελέτησε και την επίδραση του περιβάλλοντος στη νοημοσύνη του παιδιού. Σύμφωνα με την έρευνα, τα παιδιά τα οποία είχαν μορφωμένους γονείς και μητέρες χαρούμενες που ενδιαφέρονταν για τα παιδιά τους, ήταν πιο έξυπνα. Ένα Μάλιστα, σύμφωνα με τη νέα έρευνα, η σωστή φροντίδα και ανατροφή από τους γονείς φαίνεται ότι είναι πιο σημαντικοί από βιολογικούς παράγοντες όπως η καλή διατροφή, η γενική διανοητική ικανότητα, η ακαδημαϊκή επίδοση και η καλή κινητική ικανότητα.
Βιολογικοί παράγοντες όπως το χαμηλό βάρος στη γέννηση, ο πρόωρος τοκετός, η κακή σωματική ανάπτυξη του βρέφους, η ανεπαρκής διατροφή, βρέθηκαν να έχουν μικρότερη επίπτωση στην ψυχική ικανότητα ενός παιδιού, σε σύγκριση με το οικιακό περιβάλλον, την κατάθλιψη της μητέρας, το μορφωτικό επίπεδο των γονέων και την κοινωνικο-οικονομική κατάστασή τους.